- Αιγιεύς
- Αἰγιεὺς (-έως), ο (Α) [Αἴγιον]1. αυτός που κατάγεται από το Αίγιο ή διαμένει εκεί2. παροιμ. «Αἰγιέες οὔτε τρίτοι οὔτε τέταρτοι» (Ζηνόβ. 1, 48)για τους ανθρώπους που δεν έχουν καμιάν αξία3. στη Μυκηναϊκή η λ. απαντά σε πινακίδα τής Πύλου ως κύριο ανδρικό όνομα (ai -ki -e -wo).
Dictionary of Greek. 2013.